- хватить
- хвачу, хватишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. хваченный, βρ: -чен, -а, -оρ.σ.1. βλ. хватать (1 σημ.).2. παίρνω, αποσπώ•
хватить взятки παίρνω δωροδοκήματα.
3. πίνω, τραβώ,κατεβάζω.4. υποφέρω, περνώ, δοκιμάζω.5. επιτρέπω υπερβολές, ακρότητες• απομακρύνομαιπολύ, ξεφεύγω, προχωρώ πιο πέρα. || λέγω κάτι απερίσκεπτα, μου ξεφεύγει (ο λόγος, η κουβέντα).6. μ. χτυπώ δυνατά. || πέφτω (για σφαίρα, βλήμα κ.τ.τ.). || σπάζω, θραύω•хватить в дребезги συντρίβω, θρυμματίζω, κάνω συντρίμμια.
7. αποπλήττω, χτυπώ, επιφέρω αποπληξία. || βλάπτω, προξενώ ζημιά (για φυσικά φαινόμενα), морозом -ло рассаду ο πάγος έβλαψε το φυτώριο. || καταπιάνομαι, με κάτι, επ ιδίδομαι ζωηρά, καταγίνομαι. || απότομα ξεκινώ, τρέχω. || φεύγω (πηγαίνω μακριά).8. εμφανίζομαι ξαφνικά, επιπίπτω, πέφτω (για φυσικά φαινόμενα).9. απρόσ. φτάνω, επαρκώ.10. απρόσ. δύναμαι, μπορώ.11. απρόσ. φτάνει, αρκετά (σταμάτα).хватиться1. θυμούμαι (κάτι που ξέχασα).2. προσκρούω, πέφτω επάνω, χτυπώ.3. (απλ.) βλ. хвататься (1, 2 σημ.).
Большой русско-греческий словарь. Под редакцией Константина Логофетиса. 1987.